- τριπλότυπος
- -η, -ο, Ν1. τυπωμένος σε τρία αντίτυπα («τριπλότυπη απόδειξη»)2. το ουδ. ως ουσ. το τριπλότυποα) βιβλίο αποδείξεων με τρία δελτίαβ) το δελτίο που αποσπάται από το τριπλότυπο βιβλίο και δίνεται ως απόδειξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλός + τύπος. Το ουδ., στον πληθ. τριπλότυπα, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.